- πλεονεκτικότητα
- η, Ν [πλεονεκτικός]1. η ιδιότητα τού πλεονέκτη, το να είναι κανείς πλεονέκτης άπληστος2. η κατάσταση τού πλεονεκτικού, το να βρίσκεται κανείς σε πλεονεκτική θέση, η υπεροχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλεονεκτικότητα — η 1. το να είναι κανείς πλεονέκτης, απληστία. 2. κατάσταση του πλεονέκτη, υπεροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπεροχή — η 1. το να υπερέχει κανείς (σε μέγεθος, ποσότητα, ικανότητα, αξία κτλ.), υπερτέρηση, πλεονεκτικότητα: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου. 2. (μαθ.), ο αριθμός που προκύπτει από την αφαίρεση, το υπόλοιπο, η διαφορά. 3. (νομ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)